ῥευματώδης

ῥευματώδης
ῥευμᾰτ-ώδης, ες,
A like a flux, Hp.Epid.7.5: [comp] Comp., Gal.19.535.
II in flood, swollen,

ποταμοί Tz.H.3.122

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρευματώδης — ες / ῥευματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [ῥεῡμα, ατος] νεοελλ. (για πόνο) αυτός που μοιάζει με ρευματικό, χωρίς όμως να είναι ρευματικής φύσης μσν. εξογκωμένος λόγω συρροής υδάτων («ῥευματώδεις ποταμοί», Τζέτζ) αρχ. όμοιος με καταρροή …   Dictionary of Greek

  • ῥευματώδη — ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥευματώδης like a flux masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥευματώδης like a flux masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματῶδες — ῥευματώδης like a flux masc/fem voc sg ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματώδεις — ῥευματώδης like a flux masc/fem acc pl ῥευματώδης like a flux masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματωδέστερα — ῥευματώδης like a flux neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευματώδους — ῥευματώδης like a flux masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”